- εμποτόπουλον
- ἐμποτόπουλον, το (Μ)υποκορ. τού εμπότης, μικρό δοχείο με το οποίο έπιναν («τὸ ἄσπρον ἐμποτόπουλον γεμάτον κρασοβόλιν», Πρόδρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μποτόπουλον — μποτόπουλον, τὸ (Μ) μικρὸς μπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμποτόπουλον (< ἐμπότης)] … Dictionary of Greek